FORCES SUS-JACENTES
Βουίζει το σπίτι
να φύγουν θέλουν
Τρελάθηκαν οι Λάρητες του σπιτιού οι προστάτες
και της Εστίας θεοί
δεν ανέχονται την προδοσία
από ένα μικρό είκοσι χρονών παιδί
Το ποδοβολητό τους
τι τραγική οχλαγωγή
διάθεση δεν έχουν διαλλακτική
Σπαραχτική της μάννας η φωνή
Μη παρακαλώ σας
μικροί μου σπιτικοί θεοί
λίγη θεϊκή ανοχή
μη άλλο αυτή η αβάσταχτη βουή
μη λησμονάτε πως την ευθύνη πήραμε
αμφοτεροβαρή
όταν στην κούνια του σας κάλεσα
να γίνετε προστάτες του και οδηγοί
μη μ’εγκαταλείπετε τώρα μοναχή
μη με σκιάζετε
καλά μου πνεύματα λίγη υπομονή
παρασύρθηκε
είναι μικρό παιδί
Κι αψήλωνε κι αψήλωνε έτσι
της μάννας η κραυγή
στα στήθια της η οιμωγή
Μες στα σκοτάδια αγροικούσε
το φρενικό τους σφυγμό
μετακόμιζαν πλαντούσαν και γρύλιζαν
οι φαμιλιάρηδες θεοί
για το ανεπίσχετο κακό
Και ποιος είν’αυτός;
Και ποιος είν’αυτός;
Δεν υπάρχει από μας πιο πάνω θεός
Ουαί! Ουαί!
Με παρακάλια βλέπω δεν σας κρατώ
φύγετε, φύγετε, άιστε στο καλό
και πάψτε να με ρωτάτε
ποιος είν’αυτός,
της ζωής μου τα λάφυρα είναι
ο μονάκριβός μου γυιος
Άιστε στο καλό
κάλιο το’χω να παρακαλέσω τον Εθισμό
μπορεί εκείνον να τον βρω
από σας πιο πονετικό
και τη δική μου ψυχή να δεχτεί να πάρει
γι’ανταλλαχτικό».